- στηθοσκόπηση
- η, Ν [στηθοσκοπώ]ιατρ. η εξέταση τής λειτουργίας τών οργάνων τού θώρακα με το στηθοσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στηθοσκόπηση — στηθοσκόπηση, η και στηθοσκοπία, η εξέταση του ασθενούς με το στηθοσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση … Dictionary of Greek
στηθοσκοπία — η, Ν ιατρ. στηθοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscopy (< στήθος + σκοπία < σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Θ. Ν. Φιλαδελφέα] … Dictionary of Greek